κράντειρα

κράντειρα
κράντειρα
fem nom/voc sg
κραντήρ
one that accomplishes
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κράντειρα — κράντειρα, ἡ (Α) (θηλ. τού κραντήρ) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραντ ήρ + κατάλ. ειρα (πρβλ. σωτ ήρ: σώτ ειρα)] …   Dictionary of Greek

  • κράντειραν — κράντειρα fem acc sg κραντήρ one that accomplishes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοκράντειραι — Α (κατά τον Ησύχ.) «Μοῑραι». [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + κράντειρα «κυβερνήτης» (< κραίνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”